φυγαδεύσει

φυγαδεύσει
φυγάδευσις
fugitatio
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φυγαδεύσεϊ , φυγάδευσις
fugitatio
fem dat sg (epic)
φυγάδευσις
fugitatio
fem dat sg (attic ionic)
φυγαδεύω
banish
aor subj act 3rd sg (epic)
φυγαδεύω
banish
fut ind mid 2nd sg
φυγαδεύω
banish
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ακάμηρος — (τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.).Ηγεμόνας των Σλάβων της Θεσσαλίας, στην εποχή της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας (797 802). Ο Α. προσπάθησε να φυγαδεύσει από την Αθήνα τους γιους του Κωνσταντίνου Ε’, που βρίσκονταν εκεί εκτοπισμένοι με… …   Dictionary of Greek

  • Βαρβάκης, Ιωάννης — (Ψαρά 1745; – Ζάκυνθος 1825). Εθνικός ευεργέτης. Νεαρός ακόμα εμποροπλοίαρχος, πρωτοστάτησε στην αποστασία των Ψαριανών από τον τουρκικό ζυγό και στην προσχώρησή τους στο απελευθερωτικό κίνημα του στρατηγού Ορλόφ, που είχε τότε κατεβεί επικεφαλής …   Dictionary of Greek

  • Λάσκος, Βασίλειος — (Μάνδρα Ελευσίνας 1899 – 1943). Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ήρωας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Σπούδασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και ειδικεύτηκε στον κλάδο των υποβρυχίων. Το 1926 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του τορπιλοβόλου Πέργαμος, με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”